- παγγέραστος
- παγγέραστος, -ον (Μ)αυτός που τιμάται από όλους.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + γέρας «βραβείο», με αφομοιωτική τροπή τού -ν- σε -γ·].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
вьсеславьныи — (3*) пр. Всеми почитаемый, прославляемый: приспе инъ празднікъ… всеч(с)тьны˫а и всеславны˫а рѹкы. принесены˫а въ ц(с)рьскыи градъ. [евангелистом Лукой] ПрЛ XIII, 124а; тѣмь ѹбо. добродѣтелны˫а ѥго ра(д) и смереномѹдрьствиѥмь всеславныи и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek